- κηρυκτικός
- κηρυκ-τικός, ή, όν,A = κηρυκικός, Gal.1.227.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρυκτικός — κηρυκτικός, ή, όν (Α) [κηρυκτός] 1. κηρυκικός* 2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο … Dictionary of Greek
κηρυκτικόν — κηρυκτικός masc acc sg κηρυκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκτική — κηρυκτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)